< Conjugaison:grec ancien

Conjugaison:grec ancien/βλέπω

Conjugaison du verbe βλέπω.


Voix active

Voix active
TempsModeIndicatifImpératifSubjonctifOptatifInfinitifParticipe
Temps principauxTemps secondaires
Présent
et
imparfait
1SβλέπωβλεπονβλέπωβλέποιμιβλέπεινM. βλέπων
2Sβλέπειςβλεπ εςβλέπεβλέπῃςβλέποιςβλέποντος
3Sβλέπειβλεπ ε(ν)βλεπ έτωβλέπβλέποι
1PβλέπομενβλέπομενβλέπωμενβλέποιμενF. βλέπουσα
2Pβλέπετεβλέπετεβλέπετεβλέπητεβλέποιτεβλεπ

ούσης

3Pβλέπουσι(ν)βλεπ ονβλεπ όντωνβλέπωσι(ν)βλέποιεν
2Dβλέπετονβλεπ έτηνβλέπετονβλέπητονβλεπ οίτηνN. βλέπον
3Dβλέπετονβλεπ έτηνβλεπ έτωνβλέπητονβλεπ οίτηνβλέποντος
Futur1SβλέψωβλέψοιμιβλέψεινM. βλέψων
2Sβλέψειςβλέψοιςβλέψοντος
3Sβλέψειβλέψοι
1PβλέψομενβλέψοιμενF. βλέψουσα
2Pβλέψετεβλέψοιτεβλεψούσης
3Pβλέψουσι(ν)βλέψοιεν
2DβλέψετονβλεψοίτηνN. βλέψον
3Dβλέψετονβλεψοίτηνβλέψοντος
Aoriste 1SβλεψαβλέψωβλέψαιμιβλέψαιM. βλέψας
2Sβλεψαςβλέψονβλέψῃςβλέψειαςβλέψαντος
3Sβλεψε(ν)βλεψάτωβλέψβλέψειε
1PβλέψαμενβλέψωμενβλέψαιμενF. βλέψασα
2Pβλέψατεβλέψατεβλέψητεβλέψαιτεβλεψάσης
3Pβλεψανβλεψάντωνβλέψωσι(ν)βλέψειαν
2DβλεψάτηνβλέψατονβλέψητονβλεψαίτηνN. βλέψαν
3Dβλεψάτηνβλεψάντωνβλέψητονβλεψαίτηνβλέψαντος
Parfait
et
plus-que-parfait
1Sβέϐλεϕαἐβεϐλέϕειν ou -ϕηβεϐλέϕωβεϐλέϕοιμιβεϐλεϕέναιM. βεϐλεϕώς
2Sβέϐλεϕαςἐβεϐλέϕεις ou -ϕηςβεϐλέϕῃςβεϐλέϕοιςβεϐλεϕότος
3Sβέϐλεϕε(ν)ἐβεϐλέϕει(ν)βεϐλέϕβεϐλέϕοι
1PβεϐλέϕαμενἐβεϐλέϕειμενβεϐλέϕωμενβεϐλέϕοιμενF. βεϐλεϕυῖα
2Pβεϐλέϕατεἐβεϐλέϕειτεβεϐλέϕητεβεϐλέϕοιτεβεϐλεϕυίας
3Pβεϐλέϕασι(ν)ἐβεϐλέϕεισαν (-ϕεισαν)βεϐλέϕωσι(ν)βεϐλέϕοιεν
2DβεϐλέϕατονἐβεϐλεϕείτηνβεϐλέϕητονβεϐλεϕοίτηνN. βεϐλεϕός
3Dβεϐλέϕατονἐβεϐλεϕείτηνβεϐλέϕητονβεϐλεϕοίτηνβεϐλεϕότος

Voix passive

Voix passive
TempsModeIndicatifImpératifSubjonctifOptatifInfinitifParticipe
Temps principauxTemps secondaires
Présent
et
imparfait
1Sβλέπομαιβλεπ όμηνβλέπωμαιβλεπ οίμηνβλέπεσθαιM. βλεπ

όμενος

2Sβλέπειβλέπουβλέπουβλέπβλέποιοβλεπ

ομένου

3Sβλέπεταιβλέπετοβλεπ έσθωβλέπηταιβλέποιτο
1Pβλεπ όμεθαβλεπ όμεθαβλεπ ώμεθαβλεπ οίμεθαF. βλεπ

ομένη

2Pβλέπεσθεβλέπεσθεβλέπεσθεβλέπησθεβλέποισθεβλεπ

ομένης

3Pβλέπονταιβλέποντοβλεπ έσθωνβλέπωνταιβλέποιντο
2Dβλέπεσθονβλεπ έσθηνβλέπεσθονβλέπησθονβλεπ οίσθηνN. βλεπ

όμενον

3Dβλέπεσθονβλεπ έσθηνβλεπ έσθωνβλέπησθονβλέποίσθηνβλεπ

ομένου

FUTUR1SβλεϕθήσομαιβλεϕθησοίμηνβλεϕθήσεσθαιM. βλεϕθησόμενος
2Sβλεϕθήσειβλεϕθήσοιοβλεϕθησομένου
3Sβλεϕθήσεταιβλεϕθήσοιτο
1PβλεϕθησόμεθαβλεϕθησοίμεθαF. βλεϕθησομένη
2Pβλεϕθήσεσθεβλεϕθήσοισθεβλεϕθησομένης
3Pβλεϕθήσονταιβλεϕθήσοιντο
2DβλεϕθήσεσθονβλεϕθησοίσθηνN. βλεϕθησόμενον
3Dβλεϕθήσεσθονβλεϕθησοίσθηνβλεϕθησομένου
Aoriste 1SβλέϕθηνβλεϕθῶβλεϕθείηνβλεϕθῆναιM. βλεϕθείς
2Sβλέϕθηςβλέϕθητιβλεϕθῇςβλεϕθείηςβλεϕθέντος
3Sβλέϕθηβλεϕθήτωβλεϕθῇβλεψείη
1PβλέϕθημενβλεϕθῶμενβλεϕθεῖμενF. βλεϕθεῖσα
2Pβλέϕθητεβλέϕθητεβλεϕθῆτεβλεϕθεῖτεβλεϕθεῖσης
3Pβλέϕθησανβλεϕθέντωνβλεϕθῶσιβλεϕθεῖεν
2DβλεϕθήτηνβλέϕθητονβλεϕθῆτονβλεϕθείτηνN. βλεϕθέν
3Dβλεϕθήτηνβλεϕθήτωνβλεϕθῆτονβλεϕθείτηνβλεϕθέντος
Parfait
et
plus-que-parfait
1Sβέϐλεμμαιἐβεϐλέμμηνβεϐλεμμένος βεϐλεμμένος εἴηνβεϐλέϕθαιM. βεϐλεμμένος
2Sβέϐλεψαιἐβέϐλεψοβέϐλεψοβεϐλεμμένος ᾔςβεϐλεμμένος εἴηςβεϐλεμμένου
3Sβέϐλεπταιἐβέϐλεπτοβεϐλέϕθωβεϐλεμμένος βεϐλεμμένος εἴη
1Pβεϐλέμμεθαἐβεϐλέμμεθαβεϐλεμμένοι ὦμενβεϐλεμμένοι εἴμενF. βεϐλεμμένη
2Pβέϐλεϕθεἐβέϐλεϕθεβέϐλεϕθεβεϐλεμμένοι ἦτεβεϐλεμμένοι εἴτεβεϐλεμμένης
3Pβεϐλεμμένοι εἰσί(ν)ἐβεϐλεμμένοι ἦσανβεϐλέϕθωνβεϐλεμμένοι ὦσι(ν)βεϐλεμμένοι εἴεν
2Dβέϐλεϕθονἐβεϐλέϕθηνβέϐλεϕθονβεϐλεμμένω ἦτονβεμϐλεμένω εἴτηνN. βεϐλεμμένον
3Dβέϐλεϕθονἐβεϐλέϕθηνβεϐλέϕθωνβεϐλεμμένω ἦτονβεϐλεμμένω εἴτηνβεϐλεμμένου
Futur
ANTERIEUR
1SβεϐλέψομαιβεϐλεψοίμηνβεϐλέψεσθαιM, βεϐλεψομένος
2Sβεϐλέψειβεϐλέψοιοβεϐλέψομένου
3Sβεϐλέψεταιβεϐλέψοιτο
1Pβεϐλεψόμεθαβεϐλεψοίμεθαβεϐλεψομένη
2Pβεϐλέψεσθεβεϐλέψοισθεβεϐλεψομένης
3Pβεϐλέψονταιβεϐλέψοιντο
2Dβεϐλέψεσθονβεϐλεψοίσθηνβεϐλεψόμενον
3Dβεϐλέψεσθονβεϐλεψοίσθηνβεϐλεψομένου
Cet article est issu de Wiktionary. Le texte est sous licence Creative Commons – Attribution – Partage à l’identique. Des conditions supplémentaires peuvent s’appliquer aux fichiers multimédias.